φόβαι

φόβαι
φόβη
lock
fem nom/voc pl
φόβᾱͅ , φόβη
lock
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φόβη — Είδος ταξιανθίας στα φυτά. Στον στενόμακρο κύριο άξονά της αναπτύσσονται πλευρικά κλαδιά, τα οποία με τη σειρά τους διακλαδίζονται και βγάζουν άνθη ξεχωριστά το καθένα ή μικρές ταξιανθίες. Η φ. λέγεται συμπιεσμένη, όταν τα κλαδιά συμπιέζονται… …   Dictionary of Greek

  • ορθόθριξ — ὀρθόθριξ, τριχος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις τρίχες του ή αυτός που ανορθώνει τις τρίχες άλλου, αυτός που προκαλεί ανατρίχιασμα (α. «ὀρθόθριξ φόβος», Αισχύλ. β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + θρίξ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”